- πανδαίδαλος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. κατεργασμένος με πολύ λεπτή τέχνη, περίτεχνα διακοσμημένος, τεχνικότατος2. το αρσ. ως ουσ. άριστος τεχνίτης, τέλειος στο είδος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + δαίδαλος (πρβλ. πολυ-δαίδαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.